Το σύστημα το στρες: Υποθαλαμοϋποφυσιακή οδός και βελονισμός.
Ο υποθάλαμος είναι τμήμα του διάμεσου εγκεφάλου. Βρίσκεται στο κέντρο του μεταιχμιακού συστήματος. Είναι μια μικρή συλλογή νευρώνων που όμως, σε αντίθεση με τον μικρό του όγκο, γνωρίζουμε ότι ελέγχει την ομοιόσταση κάθε κυττάρου, ιστού, οργάνου ή συστήματος, αφού θεωρείται ο βασικός ρυθμιστής του αυτόνομου νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος.
O υποθάλαμος είναι το βασικό κέντρο ελέγχου και ρύθμισης τόσο της συμπαθητικής όσο και της παρασυμπαθητικής μοίρας του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Παίζει σημαντικό ρόλο στη συναισθηματική συμπεριφορά, ρυθμίζει τη νευροέκκριση (αγγειοτασίνη και ωκυτοκίνη), τη θερμοκρασία του σώματος (η οπίσθια μοίρα προκαλεί αγγειοσυστολή και ανιδρωσία, ενώ η πρόσθια αγγειοδιαστολή και εφίδρωση), τη ρύθμιση και πρόσληψη τροφής (εδώ βρίσκονται τα κέντρα κορεσμού, πείνας και δίψας) και ελέγχει τους βιολογικούς ρυθμούς (κιρκάδιους, μηνιαίους ή ετήσιους) του οργανισμού. Συνδέεται με την υπόφυση με τον μίσχο της υπόφυσης και σχεδόν αποτελούν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο.
Μια από τις βασικές λειτουργίες του συστήματος υποθάλαμος – υπόφυση είναι η διαχείριση του στρες. Από τον υποθάλαμο ανιχνεύονται τα πρώτα σήματα που σηματοδοτούν απειλή για το σώμα και το ωθούν σε δράση (τραύμα, φλεγμονή, φόβος, πόνος, άσκηση). Η απάντηση στο στρες ξεκινά όταν ο υποθάλαμος αισθανθεί ότι το σώμα απειλείται και σημαίνει συναγερμό (alarm phase) κινητοποιώντας (μέσω της αδρεναλίνης) τη συμπαθητική μοίρα του αυτόνομου. Η κινητοποίηση του συμπαθητικού παράγει μια σειρά αντιδράσεων που αφορούν το σώμα (γιατί εκδηλώνονται σε αυτό), έχουν σκοπό να το προστατέψουν και αποτελούν αναγνωρίσιμα σημάδια έντασης, εγρήγορσης, ή απειλής: ταχυκαρδία, αύξηση αρτηριακής πίεσης, συρροή αίματος από δέρμα και σπλάγχνα σε μύες και εγκέφαλο (προετοιμασία για δράση), επιτάχυνση παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων (ταχύτερη μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς), βράχυνση χρόνου πήξεως του αίματος (σε περίπτωση τραυματισμού να μην υπάρξει μεγάλη αιμορραγία), αναστολή της λειτουργίας της πέψης και αποθήκευσης τροφής, περιορισμός της σιελογόνου δράσης, μείωση της κινητικότητας στομάχου και εντέρου, μείωση έκκρισης γαστρικών οξέων, ταχεία αποδέσμευση υδατανθράκων (παραγωγή ενέργειας), αύξηση επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, έντονη. γρήγορη και βαθειά αναπνοή, ανόρθωση τριχών (αύξηση όγκου), εφίδρωση (ψύξη του σώματος και αποφυγή υπερθέρμανσης κατά τη μάχη ή τη φυγή), εξαφάνιση της κόπωσης και αύξηση της αντοχής στον πόνο. Αυτή η «συμπαθητική» διέγερση ονομάζεται φάση «μάχης ή φυγής», αφού μέσω αυτής το σώμα προετοιμάζεται για δράση.
Το επόμενο βήμα ονομάζεται φάση «αντίστασης ή προσαρμογής». Αυτή χαρακτηρίζεται από μια αυτόματη αντιδραστική παρέμβαση του συμπαθητικού συστήματος το οποίο παλεύει, ανταγωνιζόμενο το συμπαθητικό, να επαναφέρει την ηρεμία στο σώμα και να διατηρήσει τις ενεργειακές εφεδρείες.
Είναι εμφανές ότι το οξύ στρες κινητοποιεί άμεσα και ταυτόχρονα τρία συστήματα: το ζωικό νευρικό σύστημα, το αυτόνομο (συμπαθητικό και παρασυμπαθητικό) νευρικό σύστημα και το νευροενδοκρινικό σύστημα (ορμόνες του στρες: κορτιζόνη, επινεφρίνη και νορεπινεφρίνη). Αντίθετα, η χρόνια έκθεση σε συνεχή και υπερβολική έκθεση σε στρεσογόνα ερεθίσματα οδηγεί τον οργανισμό σε εξουθένωση (φάση κατάρρευσης), με τρείς σημαντικές παρενέργειες:
- Αποδιοργάνωση, κόπωση και κατάρρευση του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Διαταραχή της έκκρισης σεροτονίνης, ενδορφινών και μελατονίνης.
- Εμφάνιση (σε απώτερο χρόνο) παθήσεων που σχετίζονται με το χρόνιο στρες όπως ινομυαλγία, αγχώδη φοβική διαταραχή, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, πεπτικό έλκος, ιδιοπαθή υπέρταση, δυσπνοϊκά φαινόμενα και υπεραντιδραστικότητα των βρόγχων (αναπνευστική δυσλειτουργία), ψυχοδερματοπάθειες (ψωρίαση, κνίδωση, αλωπεκία, ομαλό λειχήνα), κάποιες μορφές πρωτοπαθούς κεφαλαλγίας, σύνδρομο κροταφογναθικής διάρθρωσης.
Η κατάθλιψη και το χρόνιο στρες (απώλεια μητρικής στήριξης, διαζύγιο, χρόνια ασθένεια συγγενούς προσώπου, αιφνίδιος θάνατος κοντινού προσώπου) θεωρούνται ως οι πιο επιβλαβείς παράγοντες για τον οργανισμό, αφού ωθούν σε δυσλειτουργία και ίσως σε κατάρρευση το ανοσιακό σύστημα. Το χρόνιο στρες έχει συνδεθεί με ιογενείς λοιμώξεις, ανοσοαπάντηση σε εμβόλια, έλκη πεπτικού, καρδιαγγειακές παθήσεις, νεοπλάσματα, αυτοάνοσα νοσήματα, χρόνο επούλωσης πληγών, κακώσεων και καταγμάτων, ανάνηψη μετά από χειρουργική επέμβαση και δερματικές παθήσεις.
Η θεραπευτική δράση του βελονισμού αφορά στη ρύθμιση της λειτουργίας του υποθαλαμοϋποφυσιακού άξονα μέσω σημείων βελονισμού που βρίσκονται διάσπαρτα στα άκρα, στη κοιλιακή χώρα, στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα, στη κατώτερη θωρακική και άνω οσφυϊκή περιοχή παρασπονδυλικά και στο λοβό του αυτιού. Τα σημεία αυτά χρησιμοποιούνται ως βασικά σημεία βελονισμού στην ινομυαλγία, σε αυτοάνοσα νοσήματα, στο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, σε διαταραχές ύπνου – εγρήγορσης, σε ενδοκρινικές διαταραχές, σε δερματικές παθήσεις σχετιζόμενες με το στρες, σε χρόνιο πόνο, στη χρόνια καθημερινή κεφαλαλγία κ.α. Ο βελονισμός εξομαλύνει την ημερήσια διακύμανση των επιπέδων κορτιζόλης και μελατονίνης, μειώνει τη συμπαθητική δραστηριότητα που σχετίζεται με το στρες και ρυθμίζει ανοσιακούς μηχανισμούς βελτιώνοντας τη μη ειδική ανοσιακή απάντηση.
Η αποτελεσματικότητα του βελονισμού στην επίτευξη των πιο πάνω θεραπευτικών στόχων εξαρτάται από την επιλογή των ειδικών σημείων βελονισμού, ειδικών για κάθε νόσημα και κάθε ασθενή (δράση σχετιζόμενη με τα σημεία βελονισμού) και από τη τεχνική ένθεσης της βελόνας και χειρισμού της κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής συνεδρίας (δράση σχετιζόμενη με την τεχνική ερεθισμού).